στερεοφωνικός

στερεοφωνικός
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωνία
2. φρ. α) «στερεοφωνικό συγκρότημα [ή σύστημα]» ή, απλώς, «στερεοφωνικό» — ηλεκτρακουστικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο δίνει στον ακροατή την εντύπωση τής ηχητικής κατανομής στον χώρο, αλλ. στέρεο
β) «στερεοφωνικός ήχος»
(φυσ.-τεχνολ.) σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο χρησιμοποιεί δύο ή περισσότερους διαύλους και δίνει την αίσθηση τής κατανομής στον χώρο, τόσο τών μουσικών οργάνων, όσο και τών εκτελεστών τής φωνητικής μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereophonique (< στερεοφωνία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερεοφωνικός — ή, ό αυτός που εγγράφει και αποδίδει τον ήχο με τρόπο στερεοφωνικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • στέρεο — το, Ν (συντμ. τ.) στερεοφωνικός …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”