- στερεοφωνικός
- -ή, -ό, Ν1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωνία2. φρ. α) «στερεοφωνικό συγκρότημα [ή σύστημα]» ή, απλώς, «στερεοφωνικό» — ηλεκτρακουστικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο δίνει στον ακροατή την εντύπωση τής ηχητικής κατανομής στον χώρο, αλλ. στέρεοβ) «στερεοφωνικός ήχος»(φυσ.-τεχνολ.) σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο χρησιμοποιεί δύο ή περισσότερους διαύλους και δίνει την αίσθηση τής κατανομής στον χώρο, τόσο τών μουσικών οργάνων, όσο και τών εκτελεστών τής φωνητικής μουσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereophonique (< στερεοφωνία*)].
Dictionary of Greek. 2013.